ομοπαθεια

ομοπαθεια
    ὁμοπάθεια
    ὁμο-πάθεια
    (πᾰ) ἥ общность чувств или настроений Arst.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ομοπαθεια" в других словарях:

  • ὁμοπαθείᾳ — ὁμοπαθείᾱͅ , ὁμοπάθεια common affection fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ομοπάθεια — ὁμοπάθεια, ἡ (Α) [ομοπαθής] κατάσταση κατά την οποία υποφέρει κάποιος τα ίδια μαζί με έναν άλλο, ταυτότητα δυστυχίας και ατυχίας …   Dictionary of Greek

  • ὁμοπάθεια — common affection fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοπαθείας — ὁμοπαθείᾱς , ὁμοπάθεια common affection fem acc pl ὁμοπαθείᾱς , ὁμοπάθεια common affection fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοπάθειαν — ὁμοπάθεια common affection fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»